Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

παρακενόω

παρακενόω
παρα-κενόω опорожнять:
τὸ παρακενωθέν Plut. пустота.

Случайная выборка слов

Βρυσειαι, αναφοβεω, απομαγδαλια, προαρπαζω, διχαμετρος, εμπιστευω, κοσμοπολιτης, ξυναναβαινω, εκατονταχειρ, εξαναστραπτω, θεσπιδαης, διαδηματοφορος, Δαμω, εχινεες, ολοθρευτης, ελοιμι, ερατον, μισθαρνευτικος, ενδηλως, ευνηθεν, πενθεια, Κραθις, αθεσια, αποστερεοω, απαριθμεω, αρριζος, συνδυαστικος, Κυδναιος, κνισμα, ενναετης, πολυπληθεια, κυματιας, καθα, καθιημι, αεικελιως, θειαζω, αμφιθηγης, εκσειω, προσαποδυομαι, οιωνοσκοπια, κνηκιας, συμμενω, ευτομος, γεωργικη, φιλεταιρως, Ετεοβουταδαι, παραθελγω, ενζευγνυμι, συνεισερχομαι, ανεπαχθως, Γαργηττος, φιλεραστρια, κατασθμαινω, οιβος, οκταπηχυς, επιστασιαζω, εννυχιος, οδισμα, Κολλυτος, φωκαινα, φοινικειος, Χειρωνις, μελιηδης, αγκυρηβολιον, ολισθηεις, φιλοκαλεω, εκμαραινω, ευσταχυς, κατισχω, προιειν, αντιπροκαταλαμβανω, παραπομπος, κωμυς, Αγεσιλας, οιστρηλατεω, Κρυασσος, φυλετικος






наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог