|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ΚαρικόςΚαρικός
Κᾱρικός
adj.=3 3
; 1) карийский
ex. Καρικέ μοῦσα Plat. и Καρικὸν αὔλημα Arph. — погребальная песнь (какую пели карийские флейтисты)
; 2) достойный карийца, т.е. плохой, жалкий
ex. (τράγοι Soph.)
Случайная выборка слов
Αιολου, αναγνωστικος, νοσηματωδης, χορηγειον, αναχαλασμος, οστε, πυξις, ανοθευτος, Αιγιναιος, κακογειτων, αντιγραμμα, λογοειδες, πενθημιμερης, χρομις, δολιχοεις, αμυκητος, παριστανω, βυσσομετρης, ρηθησομαι, Πυθοπολιτης, εμμανως, προσδιαμαρτυρεω, ειαω, διατασσω, μελανοπτερος, δυσνοητος, Φαεθουσα, κρατησιπους, μισθωμα, βιῳ, ωρικος, διακαυνιαζω, προσκατανοεω, χηνισκος, παρῳχηκα, παστοφορος, υπημυω, συσκηνεω, ιμαω, ηφειθην, παρῃειν, ασχαλαω, απηνεγκα, ξυμβουλη, Βρεττανια, ακοσμητος, παστος, κλινουργος, γυπινος, Αιγαιαι, ειων, τλας, °συμφωνον, αξιοπιστος, δοχμη, ηρεμαιως, μεταιχμιος, διαρσις, πανδάκρυτος, εχεγγυος, εισοψις, Παγασος, ακλειης, προυποτυποομαι, °συμβολαιος, πασχα, συγγραφω, Αλεξανδρα, υποστιζω, αντια, διερομαι, ευφημεω, εξαετες, παιδοτριβης, ημιθεος, ραδιως, ῳδειον |
|
|