Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

συνοικισμός

συνοικισμός
συν-οικισμός
; 1) Polyb., Plut. = συνοίκισις;
; 2) брачное сожительство, супружество Diod., Plut.

Случайная выборка слов

ευδιος, μολουμαι, Πολυθερσειδης, αναγραφω, ποθηκω, ακτερειστος, ξηραντικος, οδοιπορια, χαλαρον, σκωμμα, διεργω, διαμαστιγωσις, ῃομεν, στεφανηφορια, στολιστηριον, οδοντοφυεω, ποιεω, μαλλος, °συνοικησις, επικυλινδω, εκτρεχω, νευω, παραδιοικεω, καταποντισμος, μετεωρολογια, επικαταμενω, μελλειρην, θαλπωρη, συμπιλεω, παιγνιωδες, ωσια, °συνεκπιπτω, συμφυλος, ηονη, ποτερα, κινδυνευω, αστανδης, συνεπιτροπος, σειριοκαυτος, αφιδρυω, θαημα, διμοιρια, τετραγωνισμος, θαυματοποιικον, αυθαιμος, εξαγγελος, συναγωνιαω, πολυμερης, δυσιερεω, διοσδοτος, κοτταβιζω, οιωνιστης, βοιωτιαζω, εβαλλον, υπνοφορος, Τιγγις, επιληθος, λοιδορεω, πορδαλις, βωτιανειρα, απ, διατμηθεις, λεκυθος, λυκιουργης, ιππομανες, πολυεπης, προσβλεψις, εφηβαω, θυμιατα, ειδω, τροχμαλος, παμμητωρ, ποταμιος, παρατρεω, αληθινολογια, σπερματικος, Πιτανητης


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог