Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

κινητικός

κινητικός
κῑνητικός
adj.=3 3
; 1) приводящий в движение, движущий Xen., Arst., Plut.
; 2) возбуждающий, поощряющий
           ex. (πρὸς ἀρετήν Plut.)
; 3) возмущающий, сеющий смуту Polyb.
; 4) движущийся, подвижный Plut.

Случайная выборка слов

Ελευθερια, μειρακισκος, ασκητος, Ιωκη, ραβδουχος, οπταλεος, χυμενος, λεπτοδομος, αππαπαι, ουλομενος, καταδυνω, ρυσμ, μαθησομαι, καραμβιος, συμβουλευτικη, φιλιππος, ξυνεκτινω, χωρητικος, πανσοφος, Βομιλκας, καταπιθανευομαι, χεσουμαι, απαυχενιζω, σταθμητος, ονειροκριτης, ψοθος, συμφωνως, αργικεραυνος, αχραης, Νικαια, αμαραντινος, κατευφημεω, παχυδερμος, παιδουργια, Παρνασιάς, λυτηρ, κναφειον, εντροπια, ακκω, προστενω, εξαλαοω, διατρυφεν, ανησιδωρα, προσκαθοραω, δορυμαχος, λωπη, ακραντος, ξυηρος, διασκανδικιζω, παλιωξις, χηνειος, μελας, αμελξα, μεγαλοπους, γελοωντες, συναπομαραινομαι, παρεντασσω, βλαβερος, συγγνωμονεω, χαιρω, κεκαδησω, εξοδος, αλεαζω, ανεπιγραφος, εκκλισις, αποστολευς, Αλκμαιωνιδαι, ουδαμᾳ, οκτωκαιεικοσαπλασιων, ακληρωτι, παραφρυκτωρευομαι, σκευος, απολαυω, δευρω, Ταναις, παραζευξις, νιτρωδης


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог