Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

ἀνδραποδισμός

ἀνδραποδισμός
ἀνδρᾰποδισμός
обращение или продажа в рабство, порабощение
           ex. (τῶν Ἀμπρακιωτῶν Thuc.; sc. τῶν πολεμίων Isocr.; τῆς πατρίδος Dem.)
ἀνδραποδισμοῦ ὑπόδικος Plat. — виновный в (незаконном) обращении в рабство

Случайная выборка слов

επιμοριος, πολυνοια, ατεκμαρτος, μελικρατον, ονημι, προσεκλεγομαι, δαιμονια, Βορβοροκοιτης, οπαζω, Τιγγις, αισθητος, συνορμεω, απονεομαι, χωομαι, υπερποντιος, επιεικελος, μελλονικιαω, ελισσω, επιχειρητικος, αυτῳ, δεκαταιος, ευηφενης, συρραξις, εκστεφω, ζαης, τομαω, δεξιογυιος, καταμασσομαι, Ιεροσολυμα, συνεξυγραινω, παντοδαης, τέτριγα, συνθνῃσκω, πενεστατος, μυθικως, εκπετασματα, τριηραρχια, φιλοσκοπελος, κακοχρασμων, εισαιω, μεγαλοψυχος, σιγηρος, πανευδαιμων, υποσυμβολος, Αιθιοπιος, φιλοδικεω, κατασχηματιζω, ενωσις, Μοψοπια, πυλωρεω, βραχυβλαβης, επερωτησις, εσκομ, εξελευθερος, εξειρυω, Ολοφυξιοι, αβαπτιστος, κρατων, συνεκπιπτω, Βασσιδαι, δαμαλις, ευτελεια, πεπληγμαι, καταπρηνοομαι, Αιγηις, παραπλεω, κατευφημεω, κοινωνος, Απολλωνια, εξιδρυω, υπναπατης, υγιασις, λαθρη, μεταλλαξις, ποριστικος, νεοφυτος, κραταιλεως






наши новости: