|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κόρευμακόρευμα
-ατος τό pl. девственность Eur.
Случайная выборка слов
υπεραγαν, βολιτινος, εκσκαλευω, γενεηθεν, ιπποσυνη, βυσσωμα, ελελικτο, σειρη, απερισπαστος, Οροβιαι, ποδιστρα, αντιφερω, ορεσκιος, κακοπραγμοσυνη, Αμφιτριτα, σειρηφορος, τρυγωδες, οξυλαλος, Αφιδναιος, ὁρματικός, κυρηβαζω, δυσεξιτηλος, Καρικοεργης, πηνιζομαι, συνερανιζω, ασαφως, γενυς, ιδρῳ, πιπτω, Βουκολιων, φυτικος, αναγκαιως, ενδρομη, παρδαλιαγχες, πολλαπλοος, αγωνιστικη, ενδιαθρυπτομαι, Δημοκριτος, ασκευης, Φερεκρατης, αναστα, διαμασσω, εκπερυσιν, λιγξε, συγκλινης, εξελληνιζω, αλυξις, Αμφικτιονια, αιθηρ, ευκισσος, Καππαδοκης, επικρυψις, Περσης, ξυμβολη, κτερεα, πρυτανηιη, καυλινος, αλογεω, Ισσοι, αφορμιζομαι, συγχορδια, Ρυπικη, συνεδρια, ορχηδον, δυσελπιζω, καταχθονιος, ισοδρομος, γονυκαμψεπικυρτος, ποωδης, πορνοβοσκος, Επταμοριον, αικως, εγωγε, ευνομεω, εκδυω, ιαχη, κητοφονος |
|
|