Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

ὀκλάζω

ὀκλάζω
; 1) приседать, садиться, опускаться
           ex. (ἐπ΄ ἄκρου λάου Soph.; ἐς γόνυ Luc.)
καὴ ὤκλαζε καὴ ἐξανίστατο Xen.(танцор) то приседал, то вскакивал
; 2) сгибать
           ex. ὀ. τὰ ὀπίστια Xen. — приседать на задние ноги
; 3) перен. падать, ослабевать, убывать
           ex. (κραδίης ὤκλασεν ὄγκος Anth.)

Случайная выборка слов

πνευμα, ομηροπατης, τριχη, ιαχεω, δυσπνοια, στυγερως, διαπλεκω, μεσογραφος, ποπαξ, πεπυστο, πτυσμα, ασα, εγκρυβω, φαλλοβατης, απονημενος, ανομημα, τριηραρχος, οστρακινος, διακομιδη, αμφιδρυπτος, αγησιχορος, κακομηδης, οπλοθηκη, ανομαλιζω, απεχθαιρω, δημολευστος, θεογεννης, εγγηραμα, περιεων, Πτῳον, Θρασυδημος, ορικος, ευθυντηρια, καταβησομαι, ανιδρωτι, εξυδριας, αποπλανος, εξακοσιοι, φηρομανης, προσαποδιδωμι, υποδρομος, ασυγκομιστος, μαιευομαι, μυωψ, διηγηματικη, αισχροτης, πάλα, χαριστεος, συνεπιπασχω, καταπληκτος, ξενολογεω, εληλαδατο, εισπιφρημι, Αργογενης, κατανταω, υπερφατος, συγχορδια, πνευματικως, προστιμαω, Χαιρωνευς, υγροτροφικος, Κασταλια, Μηλιακος, επαινιω, μειζων, κοινοβουλεω, προσεπεξευρισκω, Κασιον, ερεπτω, Σουιδας, κηρυκικη, συναιγδην, αντιζωγρεω, εγκροτεω, ερριμαι, Βρισηις, Σπαρτηθεν






наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог