Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

ἐμποδών

ἐμποδών
ἐμ-ποδών
I.
<�πούς> adv.
; 1) на пути, т.е. в качестве помехи
           ex. τινὴ ἐ. ἵστασθαι (или στῆναι) Aesch., Thuc., παρεῖναι Soph., γίγνεσθαι (или γενέσθαι) Her., Eur., κεῖσθαι Eur. и εἶναι Xen. — быть помехой, мешать кому(чему)-л.;
ἐ. ποιεῖσθαί τί τινι Dem. — считать что-л. препятствием к чему-л.;
ἐ. τινι εἶναι или γενέσθαι (τοῦ) μέ πράττειν или μέ οὐ ποιεῖν τι Thuc., Arph., Xen. — (по)мешать кому-л. сделать что-л.
; 2) навстречу, в или на пути
           ex. (πᾶν ἔθνος τὸ ἐ. Her.)
ἔκτεινον πάντα τὸν ἐ. γινόμενον Her.(персы) убивали всех, кто им попадался
; 3) в наличии, непосредственно
           ex. ἃ δ΄ ἐ. μάλιστα Eur. — совершенно неотложные дела, насущные вопросы;
ἐ. τι ποιεῖσθαι Arst. — делать что-л. общедоступным
; 4) повседневно, обычно
           ex. τὰ μέ λίαν ἐ. Arst. — вещи, не слишком обыденные;
ἐ. παιδεία Arst. — обычное воспитание;
πολλοῖς ἐ. εἶναι καὴ γνωρίζεσθαι Polyb. — быть широко известным
II.
τό Her., Arst., Plut.; in crasi τοὐμποδών Arph. = ἐμποδίζον

Случайная выборка слов

συμμαστιγοω, μετατροπος, αρρωστως, αγιοτης, θυμαινω, εφορμησις, λειομιτος, ευρυφαρετρος, λοω, προεκφοβησις, λοχευμα, αμφηρικος, βδυλλω, παραβλημα, ηβυλλιαω, Μιθριδατης, αφθογγον, ακροχειριζομαι, οιητεον, κτεομαι, καταγελαστως, μελλοποσις, προσεξανδραποδιζομαι, πολυφθορης, γηραλεος, πρωρατευω, κτισμα, πεφυλαγμενως, φρεατιαιος, απαγης, Ταυρικος, φιληκοος, Αλοπη, Ιστιαιοθεν, τερσημεναι, στατος, Αμαλθιη, επιτολμαω, ειληθερεομαι, αναγωνιστος, ανταπαμειβομαι, Ριπαια, ιερακομορφος, καταφονευω, προξυραω, φυσιολογια, σικυος, βασιλικως, περσιστι, δεσποτας, ηως, Φιλομηλειδης, Τρωαι, κελησομαι, περπερος, ευρρηνος, μηστωρ, φυρμος, ψυκτηριος, πολυπραγμοσυνη, θαυματοποιικον, καταφορος, διαχειρισις, μαλακαυγητος, επανδιπλοιζω, υπερτερος, παθησις, υπεσταν, καταμενω, βουπληξ, ομο, δεκατευτηριον, εφεσσαι, φαντος, υποδεκτεον, Κριτιας, παρεισγραφη






наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог