Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

δυσλόφως

δυσλόφως
δυσ-λόφως
с трудом, тяжело, мучительно
           ex. (φέρειν κακά Eur.)

Случайная выборка слов

κοτεινος, οψωνης, υγιαινον, χρυσεοστολμος, κνησις, πειναντι, αλλογνωσας, ψευδαττικος, Αιτωλος, Αντιλιβανος, σφαζω, Λεωνιδας, ατελεστον, Κανθαρωλεθρον, εκδετος, επιρραπισμος, Λαγειδας, λεσχα, απογεννησις, απαγλαιζω, ευσωματωδης, αντιστρατευω, αληθω, αντιπεμπω, σαυρα, πρησε, αγεν, εαω, αγερσις, καταβλεπω, διακροτεω, κηδευτης, ταυτη, τερατωπος, συναιχμαλωτος, εβραχε, πελιδνος, αιμορραντος, παρασημος, οφθαλμοτεγκτος, καταπλεως, εμπελασις, χρεμμα, υλο, απνευστια, μεθο, βαρυπαθεω, περιστροφη, τιμητία, πανουργημα, κατακρινω, απευκτος, παλιντυχης, ενδοιαστως, τηναλλως, σκυταλισμος, βαναυσικος, Δαναα, ειποτε, ηβαω, πυροπωλεω, ολιγοπονια, σκαπτον, Πελοπειος, μεγαλοπλουτος, δινητος, σωκρατιστης, ειρξα, κυαναιγις, ακοινονοητος, σκιαγραφια, συνθνῃσκω, λεκτεος, εγκιθαριζω, κατασευομαι, αλλακτικος, προσεπικταομαι






наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог