|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περισκέπτομαιπερισκέπτομαι
περι-σκέπτομαι досл. осматриваться вокруг, оглядываться, перен. всесторонне обдумывать, взвешивать Plat.:
εὖ περισκεψάμενος Her. тщательно обдумав дело - см. тж. περιεσκεμμένος.
Случайная выборка слов
τουτοθε, Αλωα, δακρυχεω, Κορινθιακος, φιλαιτιος, ορνις, ειωθοτως, ανασειω, στροφευς, πλατυλεσχης, στυμα, υδωρ, αουτος, εααν, αμυκλαι, κουφολογια, μητροηθης, φαρμακοπωλεω, ετεταχατο, δωροδοκημα, τριττος, ειστρεπομαι, διαστρατηγεω, επιδιαγιγνωσκω, γενητικος, επεσβα, τωγαλμα, οστρακισμος, κινδυνευμα, εκδιδαγμα, επεικως, ανῳγμαι, Πραμνιος, Ευρυδαμας, συγκαμνω, θεοπομπος, νεκραγωγεω, ομιχλοειδης, νασμος, επεκφερω, αυτο, σκυδμαινω, διαφυλασσω, αιματιζω, αψικορον, Φερητιδης, πατα, συνεμβολος, θυμιδιον, ισοσπριος, αλαστωρ, εναργημα, μενεχαρμης, λοεω, χειροομαι, μηροτραφης, βλεφαρις, ευηνιος, εφθημιμερης, σιλφη, εγῳδα, συμμαχικως, Οιταικος, ολοεις, εξαφορον, βατοδροπος, πολυμερως, καλλυντρον, πραυνοος, καταρκεω, ωλεσα, κλωψ, πολιτικα, Μυγδονια, προσκυνητης, αναγνωσμα, °συμμετρια |
|
|