|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χυτόςχυτός
χῠτός
I.
adj.=3 3
<adj. verb. к χέω>
; 1) пролитой
ex. (αἷμα Aesch.)
; 2) насыпанный
ex. χυτέ γαῖα Hom. — земляная насыпь, т.е. могильный курган
; 3) жидкий, текучий
ex. (νέκταρ Pind.)
χυτέ θάλασσα Anth. — морская пучина
; 4) расплавленный, стекловидный
ex. ἀρτήματα λίθινα χυτά Her. — стеклянные серьги;
λίθων χυτὰ εἴδη Plat. — стекловидные (прозрачные) камни
; 5) движущийся большими стаями, странствующий косяками
ex. (ἰχθύες Arst.)
II.
ὁ земляная насыпь Her.
Случайная выборка слов
συμβαμα, φραγδην, επητυς, δυσνοια, ανταξιος, χροα, διυφαινω, σακκος, προσμηνυω, ποτιστατος, εξεχυτο, κυανοπρωρος, ξυμπαραστατης, μειλινος, Μαια, επιδηλος, ιδμοσυνη, στεγαστρις, Βριγες, δειξαι, συνεικοσι, ποικιλοφρων, αγαπημα, Αραρος, καυχα, σφυρα, Σπερχειος, υποκοπτω, φερω, βροτοφθορος, γυμνητικος, αντιμαχομαι, Τραχίνιος, εκπειραζω, διαπιδυω, αβρως, ιζανω, παλιλ, μνησω, τοπομαχεω, επᾳσαι, αγωγη, μηλοτροφος, πανοιμοι, Δαιδαλος, υμνοπολεω, προσσυμβαλλομαι, ῃδεσθην, διαλογιζομαι, κνισσ, απολακτισμος, ανδροθνης, αιθερολογεω, ρυηναι, παραμεμνημαι, πτοιεω, γνυξ, τειρος, °συρρήγνυμι, κατειδωλος, ξυγκεκροτημενως, διερεθιζω, οινοπωλης, περιμενω, ευπατερεια, αστυνομια, αν, προνομιον, κλαυσομαι, Υελη, επιχορευω, ελλαχον, Φασις, εκριθην, κοβαλικευμα, εξαγγελτικος, αυοτης |
|
|