|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δελφινίζωδελφινίζω
δελφῑνίζω
погружать(ся) как дельфин
ex. τὸ ψυχροβαφὲς κάρα δ. Luc. — нырять, как дельфин, головой в холодную воду
Случайная выборка слов
εποικτιζω, γλωττα, διπτωτος, υπογλουτις, αναπαλλω, ευθυντηρ, τοιαυτι, διαλλακτηρ, αυτου, αδιαιρετος, πολυμισης, παμα, ασειστος, ειλιχατο, κορυμβα, διαφασις, Κλιμαξ, ηρυκακον, ξεινο, επικωμιος, ευγνωτος, φαυλουργος, πηξις, συμμισεω, εξαπηχυς, τραγειν, Αλυς, προσεπιδεικνυμι, αμαρακον, λω, εμπολοωντο, Λυκις, °συνεφιστημι, σπολα, τεσσαρακοντουτης, εγγναμπτω, πρινωδης, ηδυχρους, κρεας, Παταικοι, καλλιτεκνος, αρτιτοκος, διυγιαινω, σβεστικος, μεχρι, βραδυτοκος, συγγνωριζω, σκορπιζω, εκφευγω, απελλαζω, ετερημερος, θυμιατηριον, θεημοσυνη, δυωδεκαπηχυς, μολπαστας, Αμπρακιωτις, καταχεω, δελεατος, συαγρωδης, ψωριαω, εφοσα, Κυκνος, στασιωρος, εννεαχιλοι, πανιμερος, Ελευθηρ, εκητι, βροτοεις, βιαιος, ευαισθητος, μεταφορα, ανουτατος, αγωναρχης, υλησκοπος, στεγανος, Παρθενοπη, λαθα |
|
|