|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ὑπεράγαμαιὑπεράγαμαι
ὑπερ-άγᾰμαι
(ᾰγ) чрезвычайно восхищаться
ex. ὑπεραγασθείς Plat. — будучи крайне восхищенным;
ὑ. τινα τοῦ φρονήματος Luc. — восторгаться чьим-л. образом мыслей
Случайная выборка слов
ιδρωμα, αντιμειρακιευομαι, ερημωσις, ξυμφυγας, αρτιπαγης, συμβασις, Βενδιδειον, κυανοπρωρος, τεναγιτις, ημερα, περιβοητος, οριμαλιδες, Βισαλτικοι, τροφεια, γρᾳδιο, διοδευω, αμνηστεω, καταμηνυω, υπερπηδαω, εγχριμπτω, °συμμετισχω, συνεπιβαλλω, ανωθεω, ανωμαλοτης, μαμωνας, συκαζω, αυτοιππος, εκλαμπω, περιφρονεω, διαπυνθανομαι, διττο, Αθαν, υπουλος, οπη, Φαμενωθ, κατακτεινω, ευηνεμος, νοσιζω, Παρνασιάς, μετακυμιος, καβαλλης, αβεβηλος, ξυμμαχικος, καταζαω, πειρατικός, εεστο, φιλοφρονως, ακυλιστος, ποσα, αμυριστος, εγρεκυδοιμος, τρανοω, επιτυλιττω, κονδυ, φιλεεσκον, αμφιπεριφθινυθω, επιπιμπλημι, χειλος, καταφαινω, ανεξεταστος, Κυδωνιατης, μυροχροος, ναυδετον, δυσπροσοπτος, ξυμβατικος, υπεροψομαι, φιλαρετος, διακαλυπτω, Χαραδρα, γενεηλογεω, προσαντεχω, ωφθαι, αμφιτρεχω, Αμυδων, ρεδη, νυμφιος, εγκεντρισμος |
|
|