Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

πάτρᾱ

πάτρᾱ
πάτρᾱ, эп.-ион. πάτρη
; 1) родина, отечество:
ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης Hom. сражаться за отечество;
; 2) происхождение:
ὁμὸν γένος ἠδ᾽ ἴα π. Hom. один род и одно происхождение;
; 3) род (εὐώνυμος Pind.).

Случайная выборка слов

τιτανος, ενωραιζομαι, ειλαπινη, εξυμνεω, εχροωντο, καταθραυω, Δημοφοων, ακυλος, πυργοδαικτος, δαδουχια, χαμαδις, φιλοδωρος, θεμισκοπος, θωρ, απλοωτερος, ενωμοταρχης, δυσαπαλλαξια, λυκαονιστι, παραπρισμα, συννοσεω, δυσχλαινια, θαυμασιοτης, συμπαρειμι, πυρσοκορσος, απαληθευω, °συμφωνον, ξυνεκπλεω, θηκτος, αποκαθιστανω, εκθαμνιζω, βευδος, καταστοιχιζω, κελευμα, αγκυρια, συγγιγνωσκω, φαντασιαστικον, τυλισσω, δημαγωγια, κατερεω, ανεπιστρεπτει, αβλεφαρος, τυιδε, επανδρος, κυκησιτεφρος, διπλασιοπλευρος, ευαρεστησις, αδυτος, συνεξαιρεω, περιβοητος, φωρια, θαλερως, Ταραντινη, αναπτηναι, Ληθος, ωλισθησα, επιτιμησις, αμνημονευτος, επανυω, δισωμος, ιδιωτατος, Κυψελα, οδοιποιος, σκοτοδασυπυκνοθριξ, αφλεκτος, αναφλαω, επαλαλαζω, λουτροδαικτος, ηχα, ομηρον, επεκεινα, δυσθυμον, μελανοστολος, ιλλω, ετοιμον, ατυχεω, Ποτειδαν, Αφαρευς


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог