|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξύμφημιξύμφημι
σύμ-φημι
(fut. συμφήσω, aor. 1 συνέφησα, aor. 2 συνέφην)
; 1) быть согласным, соглашаться Aesch., Soph.
ex. ξ. τινί Soph., Eur., Plat. — соглашаться с кем-л.;
σ. τι Xen., Plat. — соглашаться с чем-л.;
ξύμφαθι ἢ ἄπειπε Plat. — признай (это) или отвергни, т.е. скажи, да или нет?;
ξύμφημί σοι ταῦτ΄ ἔνδικ΄ εἰρῆσθαι Soph. — признаю, что твои слова справедливы;
ὁ δὲ συνέφη καὴ ταῦτα Xen. — он подтвердил и это
; 2) обещать
ex. ξυνέφασαν καὴ ταῦτα ποιήσειν Xen. — они обещали сделать и это
Случайная выборка слов
καθηστο, σαρισσα, εγκρυβω, ακριδοθηκη, συντηκω, ποδοκτυπη, σχισμη, ομως, προβιβαζω, τραπεζιτης, εκπαθης, φαρμακευσις, οχληρος, θηται, αντεπιτειχιζομαι, Λατωις, ξυνδραω, προβεβουλα, θριαμβος, λοφωδης, Φαλης, παρεισερχομαι, αψυχος, Ορθια, μυομαχια, τροπος, διεξιεις, γεγαα, καταλληλοι, μογισαψεδαφα, δυνηαι, λημα, ουαι, φωριος, επιβοηθεια, εγερτεον, τετραχιζω, παιδοβορος, Χαλυψ, ενενηκοντα, εναργεως, κρεμβαλον, αφου, αμοχθει, νοσηλευω, τεκνο, τρισασμενος, αγηνορειος, περησεμεναι, ηπερ, μασθλης, κυνοδους, συγκλινος, ασημως, φρυγιλος, Δρακανον, μακρογηρως, ετνηρυσις, περιλιμναζω, στρωννυμι, ξενον, παραγγελμα, ημιμεθης, κληρωσις, προσδιαμαρτυρεω, τραχυόστρᾰκος, κραυγανομαι, Πολη, ακαμαντοπους, συμφορησις, επιχολος, Τηλεμαχος, ταλαι, χαλκεο, αρκεω, εκλαπτω, ικτεριαω |
|
|