|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ἄβροτοςἄβροτος
ἄ-βροτος
adj.=3 3
или adj.=2 2
; 1) бессмертный, священный, божественный
ex. (νύξ Hom.; ἔπη Soph.)
; 2) безлюдный
ex. (ἐρημία Aesch. - v. l. ἄβατος)
Случайная выборка слов
Βιων, πλατυσμος, εκτελεθω, αμιλλημα, °συναυδαω, σινος, πειθαρχος, εκθνῃσκω, εικαζω, λυττ, αλιθος, πρατος, δυσεκθυτος, νοθεια, τετραπλασιος, ῃωρηθην, προδηλωτικος, Βεροιαιος, Γελας, αστεροσκοπεω, απαρεγχειρητος, δυσεκπεραντος, Γιγωνος, νηθω, γεννητωρ, αδειης, ορχησμος, μεγαλοπρεπεως, ακουσιως, αφραδμων, αντλον, εξεισθα, συλητειρα, ηδυχρουν, πραξιλλειον, θηρατικος, διολκη, συντυρόω, τρυσίβιος, λογχιμος, περικαδόμενοι, επιλυπεω, ασειρωτος, συνεπεισφερομαι, υποχος, σταθμητικος, θυμον, επεκχωρεω, ομοταφος, προποιεω, παλαμναιον, κλαγερος, τραγωδοποδαγρα, αμφορεαφορος, φιλικον, Ελλοπια, μαχητικον, θεοεικελος, λωτιζομαι, Λιβυρνικα, αμφαινω, αλλοπαθης, πλατυχαιτας, Βυζας, ναμα, ευτεκνια, αναβλησις, περιμηχαναομαι, τελευταιον, απερωευς, θοιναμα, πεφυωτες, μιμητας, διπλησ, θρυλλ, θριγκιον, επιχωσις |
|
|