|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αἰγιαλίτηςαἰγιαλίτης
αἰγιᾰλίτης
-ου (λῑ) adj. m живущий на морском побережье
ex. (Πάν, Πρίηπος Anth.)
Случайная выборка слов
σφενδονητης, κατοικισμος, κατερεφω, κρεοδ, Καυλωνιατις, ευοχεω, αναιτητος, κτιδεος, ηδυμελης, εμπροσθοκεντρος, βαθυστερνος, ὀρνιθοτρόφος, διαπιδυω, τανυσσα, σιγμος, Βριμω, μακαριοτης, εξορμος, μαριθαν, συμμετισχω, πιτυς, δυσις, επιτοκος, πινος, υποπτωσις, σκηπτροφορος, εθετο, χωσις, ανορχος, διεις, εξαπλασιων, αντιστρεπτεον, σιδηροβριθης, εταγην, εννοεω, Αλπωνος, ακηρυκτος, πειραω, ασσοτατω, διαρρηξις, πιτυοκαμπτης, εσκηλα, Τρωικος, πρεων, περικρεμάννυμι, Λευκτριδες, καθαριος, συνεπιορκεω, εορτασις, προαγων, δοριπτοιητος, μουστι, παλαισομενος, δημοβορος, τανυσιπτερος, υφηγητηρ, Λευκη, ορισμα, ατη, θεικελος, ολολυς, ανδροποιος, σκυθρωπως, διοργυιος, τεθνακαμες, χοιρινη, αινοθεν, Ευρυκλεια, ενδον, ξυνεκφερω, αμιλλαομαι, κοτυλιαιος, αποτινασσω, ιονθος, σιτοβολειον, διηνεμος, διαχωρισμα |
|
|