|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πρακτικόςπρακτικός
adj.=3 3
; 1) деятельный, активный
ex. πρακτικώτερον ποιεῖν τινα Xen. — воспитать в ком-л. большую активность
; 2) дельный, боеспособный
ex. (τὸ μέρος τῆς δυνάμεως Polyb.)
; 3) умеющий воздействовать
ex. παρὰ ἀνθρώπων πρακτικώτερος Xen. — умеющий добиваться у людей лучших результатов;
π. τῶν καλῶν Arst. — способный на прекрасные поступки
; 4) посвященный практическим интересам, действенный, практический
ex. (διάνοια, ζωή Arst.)
; 5) решительный, энергичный
ex. (ἰταμότης Plat.)
; 6) возбуждающий (sc. οἶνος Arph.)
; 7) соответствующий действию, драматический
ex. (τὸ ἰαμβεῖον Arst.)
Случайная выборка слов
επικτεινω, φληναφος, ποιμαινω, ουριζω, σταθω, σιξα, τρικορυς, ευρυτερως, φιλομαθεω, ανεμοσκεπης, ευκομπος, θρεπτικος, θειοδομος, φαργμος, ανειρω, καθαιμακτος, τιθασος, εθειρω, λειον, υποκρινομαι, επιτελεστικος, κατανοημα, θεομαχεω, προστακτικη, δικασσα, διεκδυω, αρτιακις, χαιταεις, εσθλα, κρητικον, Ιφικλεης, ισοκλινης, αφανης, οιηιον, εταιρια, σμηνος, Παιονες, φη, ανεδρακον, καθαυαινω, εγκαταπλεκω, συλλαλεω, ηρυκακον, μετακερασμα, προδιηγεομαι, Θουριαται, αποθλιβω, θαλασσοω, °συναποκειμαι, νεικεστηρ, βαθειη, αντωθεω, Κηδαλιων, Ιστριανος, Λιβυη, γαιονομος, ημερια, Φραγγικος, χελωνιον, πατροκασιγνητος, συνεμβαινω, βοᾳ, Σπευσιππος, Ελευθερις, κλισις, τριττυαρχεω, δεραιοπεδη, χρηματιστηριον, ευγενεια, διαλυσις, ανασβεννυμι, Ξανθιον, κατηκοος, πεδαα, μονοφρων, συναντομαι, κεφαλαργια |
|
|