|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ἀπορριγέωἀπορριγέω
ἀπο-ρρῑγέω
(только pf. praes. ἀπέρρῑγα) бояться, страшиться
ex. (νέεσθαι Hom.)
Случайная выборка слов
προσον, αποσκευη, παρθενωπος, αχλυωδης, κατακομιδη, φλαμινικα, παστηρια, παραποδιος, τωνδε, αμιθεος, φιλαι, Πετεως, παραλληλογραμμον, αηδια, νεοσσοκομος, ναυλοχα, προνηστευω, ερυκανω, αναπαυμα, λιθωσις, απηθεω, αναπτυυη, ενοπλιος, Καλε, εκπτυω, ποικιλομηχανος, Λευκτριδες, κυναγος, νυκτερεια, ευκαμπες, υπεροιδαω, παρακοιτης, γνωρισμα, θηρ, κουρις, φυξιμος, αιωρεω, κατεπειξις, Κιρκη, ευπηχυς, Ωκεανος, κριθολογος, σατυρικος, ιχνευσις, εγνων, αμοιρεω, ολβιοδαιμων, απασκαριζω, αλαζονικως, ολιγοφιλια, ειτον, ιερογλωσσος, Φορκιδες, θωα, αμουσος, βουκολος, ρησις, Ικαρια, βδελυκτος, ομαυλια, φθορη, συγχυτικος, επιδυσφημεω, σοβησις, νυχιος, τιον, ελικωδης, θαλερωπις, αθλος, αρωγη, ευβολεω, αυθ, εμπροσθιος, ασυρης, Γορτυνα, κυβιστημα, τετραπτιλος |
|
|