Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

ἐγχειρίδιος

ἐγχειρίδιος
ἐγ-χειρίδιος
adj.=2 2
несомый в руках
           ex. (ἱκετῶν ἐγχειρίδιοι κλάδοι Aesch.)

Случайная выборка слов

αγχιπλοος, επεκτασις, τεναγιτις, γλυκεια, χαρισμα, κατελεγχω, απαρατιλτος, αντιμελλω, δαηναι, κατοψομαι, παροισθεις, ευκοπια, τυκτα, οσσευομαι, νομαδικος, καθισις, εμφατικως, κοιναω, πολυηγερης, πνεουσα, φιλοποιον, Ταφόσιρις, ψυχροποσια, δεψω, αμβροσιος, απεφθος, ισημεριος, αιρετικως, παρευδοκιμεω, αλλοχροος, μακροτης, λευσιμος, χελιδων, αδικομηχανος, Ρυτιον, νικητηριον, επεσσυμενος, εξαπαλλασσω, Διογενης, ομηρευω, παραρταω, κρατησιμαχος, κλαιησι, φιλοκαινον, °συνελαυνω, ουραιος, Κεβρηνις, αγνιος, χεσειν, παγκοιτης, αποπαυω, οργανος, πυργωτις, φλαζω, τυφλοφορος, πορνοβοσκος, Αρεας, προσαναφερω, μεταχοιρον, συμπεριπλεω, διαχρυσος, υπεξερχομαι, °συνωθεω, εγκωμιαστης, παραπληροω, μηχανορραφεω, κεκομμαι, σφος, εκβιαζω, ραγας, πυματος, ποδοστραβη, απολακτιζω, εγκλητος, σκηνοποιος, ελωρια, απομανθανω


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог