Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

περισπάω

περισπάω
περι-σπάω
; 1) стаскивать, совлекать (ἑαυτοῦ τὸ χλαμύδιον Diod.):
περισπᾶσθαι τὴν τιάραν Xen. сорвать с себя тиару;
; 2) вытаскивать (ξίφος Eur.);
; 3) отвлекать в другую сторону, оттягивать (τοὺς Ῥωμαίους Polyb.; ἀπὸ τῆς πατρίδος τοὺς βαρβάρους Diod.; τὴν δύναμιν εἴς τινα Plut.);
; 4) увлекать, развлекать, занимать (ὑφ᾽ ἡδονῆς περισπᾶσθαι Plut.):
περισπᾶσθαι περὶ πολλὴν διακονίαν NT хлопотать о большом угощении;
; 5) воен. совершать захождение, отводить войска Polyb.;
; 6) поворачивать (πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος Luc.);
; 7) произносить протяжно (τὴν δευτέραν συλλαβήν Plut.);
; 8) грам. снабжать облеченным ударением Sext.

Случайная выборка слов

μοναμπυκια, αγκυλοπους, Εγγυιον, χερνιβιον, επικατακοιμαομαι, επιπνεω, απομηκυνω, καταπιττοω, συνδιαπετομαι, ημος, Μασσαλιητης, εμβρεφος, πρωιαιτερον, κυνοφρων, εσπευσμενως, Σκιριτης, εμπορευομαι, ξυνακουω, αρηιφατος, υπ', μουνιος, διαμορφοω, μηνυμα, σαπων, δασυχαιτης, περιτειχισμος, νικηεις, δρακοντολετης, περιεπω, ποτερωθεν, ριπος, γαμεω, Τολερινοι, αρκυστατα, Λιμνη, εκχυτης, ορμεια, Αμμων, ελμινς, Πελοποννησιακος, στωμυλα, αγαν, εσεχυντο, συνθακέω, επιπλαστος, διενοχλεω, οιις, Πυθαευς, ενδοξολογεω, προσωθεω, ανασσειω, επιδεικτικως, θυννοκεφαλος, κωπηεις, αμαξοπηγος, δυσυποστατος, Τριφυλιος, απερισσος, σχολη, πτυχη, δυσαγρεω, εντυπας, επαστραπτω, κοσμοπολις, συγκλη, Πειραευς, κομμωτικος, επεμπιπτω, βαθυτατος, γεωγραφικα, δασασκετο, Καμβυσης, προσκλησις, αολλης, δυσπροσιτος, Μυριναιος, εναποδεικτος






наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог