|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ἀπαμύνωἀπαμύνω
ἀπ-ᾰμύνω
; 1) отражать, отгонять ex. (τὸν βάρβαρον Her.; τὰς μυίας Arph.; τοὺς ἔξωθεν Plat.); med. отгонять от себя
ex. (τινα Hom. и τι Her.)
; 2) отвращать, удалять
ex. (κακὸν ἦμάρ τινι Hom.; τὰ κακά τινος Luc.)
; 3) med. защищаться, обороняться
ex. (χερσίν Hom.; μεγέθει Arst.)
Случайная выборка слов
εγκαυμα, ταμειν, τουτερον, βλεπω, Κρατυλος, ξηροτριβια, απαρτισις, συνειρω, επαλλαγη, τοπικα, αναδελφος, μυωπιζω, αποσπασματιον, ενᾳδω, περιερχομαι, σκυλαω, ομοργνυμι, μηλοδοκος, ρυπαρως, καταλεγμενος, Μεθυμναιος, κλητηρ, ῳ, Μερκηδονιος, νευμα, παρθενοσφαγος, ζητητης, προσεχοντως, κατεστραμμενος, Υμηττιος, τευχω, τριετηρικος, προσεγγιζω, οκταδραχμος, αρχιθεωρησις, απειρομεγεθης, υων, αντεξωσις, εστηκειν, κνισσωδης, φρενιτικος, δερας, μεριμνοφροντιστης, Μαραθος, δυη, ετερογενως, κεφαληφι, μυρορραντος, φορτις, Κυλωνειος, γωλεος, ευηνεμια, αντιπτωσις, ευποτμεω, μακροπτερος, εστια, μεταπεμπτος, αργυριτης, πεψις, Αρηνη, Βορευς, κνηκιας, αμφοτερα, μεσσατος, πιεσις, ξυνεστιος, πινακωσις, Σουσις, μαω, σπονδαρχια, αυθαδοστομος, αμπιπλαντες, ρητρα, επετησιος, φιλοδοξον, βουσταθμον, αγροιωτις |
|
|