|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βλῆμαβλῆμα
-ατος τό <�βάλλω>
; 1) бросок
ex. (βλήματ΄ ἐν κύβοις βαλεῖν Aesch.)
; 2) рана Her.
; 3) накидка, покрывало
ex. (κοίτης Anth.)
Случайная выборка слов
δωδεκαλινος, Ηβη, προσευρισκω, ιερονικης, κυκλωψ, βραχυλογια, Καππαδοκης, θυοδοκος, αδον, αντιλογεω, ερημοω, ωριγνηθην, Λαιαιοι, καταμελλω, παιδοτρωτος, Διωναιος, αγελαιοκομικη, ανθονομεω, πλανημα, μενος, Δικτυννα, εαλωκειν, πτωχιστερος, ζωνη, αιθιοψ, αγλις, αιψα, συνημοσυνη, κινημα, φλυηρεω, ανακτορια, αυλιτης, εξειρηκα, εναισιμως, Γοργυθιων, απογραφον, προδιηθεω, Πιλωρος, ανοιμωζω, κυβερνητηρ, μεγαλεπιβουλος, επεισοδιον, κυκνος, συλασαις, χωλοποιος, Αρδησκος, διενεκτεον, διαπυροομαι, ματαιολογος, κερκις, χαλκοειδης, αδασμος, κολεοπτερος, ξυμπιλεω, αλλ', κοτυλη, κατακτανεεσθε, δυσοριστος, εξυδριας, φιλοπρωτεια, Ωτος, περιπολος, δημοτευομαι, εμβλεπω, μεγαλοφρον, ηβητηριον, ειληθερεομαι, Κυθερη, υπεισας, επωδη, διᾳδω, γημασθαι, Βουσαι, καρδιωσσω, προσπαραβαλλω, διαταγευω, Αραψ |
|
|