|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διοριστικόςδιοριστικός
δι-οριστικός
adj.=3 3
; 1) разграничивающий, размежевывающий
ex. (τῶν διαστημάτων Sext.)
; 2) разграничивающий, различающий
ex. (τοῦ τε ἀληθοῦς καὴ τοῦ ψευδοῦς Sext.)
Случайная выборка слов
ιδιαζω, χλοα, βειω, παροκωχη, πολυστενακτος, Θεσπεια, ακαινα, ασκελης, ξενοφονος, ανοιστεος, ανακοπη, Πελοψ, λεπτοδερμος, εκδικως, ορθρευω, μεμορημενος, αγχιστεια, καθαρσις, υποδραω, μορον, εκστατικως, μαστικτηρ, κηροδετης, μουσικα, εισαγγελια, ποσος, διαλαμπρυνω, κρημναμαι, σπλαγχνοφαγος, αποστεγω, χρυσος, μακρολογια, μελανιππος, ομοροφιος, αυτοφονως, Γοργοφονα, κοιλωπις, ναρκισσος, πολυιστωρ, οξυκομος, ανταω, αχολια, παρανεω, απειργαθον, καυστικος, παρατεμνω, μυθειαι, συνεπιθωυσσω, ωκυβολος, ελωψ, μεσημβρια, επιβρυκω, προτιοσσομαι, συνεπιψηφιζω, ομνυω, κατακρυφη, δραμητεον, πελωρος, προμοιρος, ακκω, Ευνεως, οιος, εκπομπευω, Παυσανιας, ευγραφης, αγαπησις, συσσυκοφαντέω, αντενεδρα, νυκτοειδης, Ανδρος, Αμαθους, προσγυμναζω, ισχνοφωνια, κρεουσα, ανιδρυτος, °συμφυω, °συμπήγνυμι |
|
|