Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

ὑποπεπτωκότως

ὑποπεπτωκότως
< adv. от part. pf. к ὑποπίπτω> униженно
           ex. (ὑ. καὴ ταπεινῶς τοῖς λόγοις χρῆσθαι Polyb.)

Случайная выборка слов

εκστεφω, εστρωκα, Παννονικος, Αλτις, Ερμοδωρος, καταφρυγω, αμυξα, Μολοττ, δυσομματος, πεζοθηρικος, πολλαχοθι, δελφινοφορος, χαλκευς, περισαρκος, επιγναμπτω, νουθετησμος, τεκνοκτονια, πεδεχω, εξεπιπολης, Σαυνιτις, καταπριω, ανεξαλειπτος, φραστικος, υπεροπτεον, Μυεκφοριτης, επηιεν, συμμεταφερω, δυσγενεια, χρυσεομιτρης, στερεοω, ωμοδακης, ευχρηστια, Δαρειαιος, επεκθεω, επρηθην, ικανος, κατακωμαζω, εγκοιλαινω, επιρρακτος, πνιγευς, αοιδοπολος, συνεκβαλλω, κατορθωσις, τανυηκης, ταλαντιαιος, Ινωπος, εκβησσω, ατιταλλω, θλασμα, στρατευμα, Μακαρων νησος, τεταλμαι, αιθριαζω, μολιβαχθης, συνεγγυαω, ευαιρετος, ιδιοξενος, ανεπιξεστος, Μεγαροι, αιεναων, προσπαιζω, προποδηγος, μαργαριτης, Τριοπος, πυκνοπτερος, Σκιταλοι, ελλοπος, Μελησιγενης, Αιγυπτιη, Σηλυβριη, ηλυσις, ᾳσευμαι, χρυσιδαριον, αιματωψ, επιτραγωδεω, αντιπροσερειν, Ωξος






наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог