Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

φυσιόω

φυσιόω
φῠσιόω
I.
<�φύσις> делать природным, укоренять
           ex. διὰ χρόνου πλῆθος πεφυσιωμένος (v. l. συμπεφυσιωμένος) Arst. — укоренившийся с течением времени
II.
<�φῦσα II> наполнять спесью NT.; pass. кичиться, чваниться NT.

Случайная выборка слов

μαθητρια, μανια, τορευτης, αιγιβατης, αναπονιπτος, περιεσχατα, αρρεπης, ανενδεκτος, ξενοδωτης, υβρισμα, Ελεφαντινη, διαλλαγμα, κανις, επιχεω, Αμυκλαθεν, συλλογη, αφιει, αγκυρηβολιον, κυναω, αναμετρησις, ηλιαια, εξομοιωσις, ωσις, δουλιος, ωφειλα, εδυν, καταφυλασσω, κακοπινης, ραιβον, βατιδοσκοπος, ναυτοδικαι, χερσονησος, εκπετασματα, οιστος, αφεγγης, χρησμολογος, Λατμια, ξυνδιωκω, γαυρηξ, οδωδη, αυτομαρτυς, Γελεοντες, κονισις, πολυφονος, χαλκοπωγων, ευαναγνωστος, Ακρισιωνη, κτηνος, επιρρασσω, Αρχιλοχος, γεωμετρικως, ευαχητος, αναχωριζω, παπταινω, επινεφριδιος, μητιοεις, εξανειμι, ανθρωποδαιμων, ταγματικος, αμφιδυομαι, Κιλικιος, βυσσος, ισομητωρ, λιγυ, φωτεινος, παρεγγυησις, Αγαμεμνονειος, θρασυστομια, Τευκριδαι, απαμειρομαι, ανιδρωτος, παυστεον, επιχαιρεκακια, ατεχνια, ακαρης, σεβασμος, μεθεορτος


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог