Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

διεξαΐσσω

διεξαΐσσω
δι-εξᾱΐσσω
атт. стяж. διεξᾴττω или διεξάττω с силой прорываться
           ex. (διεξάττοντες ἄνεμοι Arst.; ναῦς διεξάϊξε Theocr.)

Случайная выборка слов

δωδεκατημοριον, παρεσκευαδατο, Αγηνοριδαι, κατασχιζω, Γυμνιας, εγκατακρουω, αραβεω, τελεσιουργημα, καλλιβωλος, υπομαζιον, νασσω, αζημιος, αποδρας, βοσπορον, αφρεω, θεατρικος, προδοσια, θεραπευτικος, διατρεω, ὁπλιτική, ατοπημα, ρᾳστος, Δηω, Δαφνος, μεταπρεπης, φυτευσις, απορριπτεω, παρακελευσις, βουκεφαλος, μουσειον, δυσμαι, οργιασμος, παλαιτατος, θεοκολος, σιταγωγια, μεθιεισι, αποναιω, βαλαντιοτομος, ειρηνικως, στασω, Αγαμεμνονιος, χολεριαω, αμβολα, υποκαθαιρω, εμπελαδον, τινακτωρ, πομπα, διατμηγω, προσοφλισκανω, Βεροιαιος, μ', αντιτρεφω, επωσις, σπαρτιον, επιδημητικος, ηδυχαρης, πολυπλανης, Σηλυβριανος, ουατοεις, ενθυμιος, συμπραττω, οτλος, Κυλωνειος, καταβαρυνω, ανακουφισις, στρατεια, εξοισω, εξαιρετος, λιμοψωρος, ψακαλουχος, υπομνηματικος, προσαρασσω, περιβαλλω, ξυνασπιδοω, ξυνειρω, αλληκτον, αστενακτος


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог