|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
τοσοῦτο(ν)τοσοῦτο(ν)
τοσοῦτο(ν), эп. тж. τοσσοῦτον adv. (на)столько (же), столь (же), до такой степени:
τ. ὀνήσιος … ὡς Hom. столько же пользы …, сколько;
τ. ἔστι μοι τῆς ἐλπίδος τὸν ἄνορα προσμεῖναι μόνον Soph. только у меня и надежды, что дождаться этого человека;
ἐς τ. ἐλπίδων ἐμοῦ βεβῶτος Soph. когда я охвачен столькими опасениями;
ἐς τ. ἀμαθίας ἥκειν Plat. быть до такой степени невежественным;
ἐς τ. τοῦ λόγου οἱ πάντες λέγουσι Her. до сих пор (в этом лишь) все единогласны;
εἶπε τ. Xen. вот все, что он сказал;
γίγνεται τ. μεταξὺ τῶν στρατευμάτων, ὥστε … Xen. между армиями образовалось такое пространство, что ….
Случайная выборка слов
ωσθην, ευσπλαγχνος, φυξις, γλυπτος, φαο, συγκεφαλαιωσις, οποσακις, βλαισοομαι, αδαιτος, Βλεμυες, ανειμαρται, οιχομαι, αμυντηριος, γενεσια, Ξενοφων, εκβολιμος, Λευκη, καταυγασμος, οιη, καταγηραω, αποστασια, ελιπον, θεμερωπις, ποτιφατος, ανδανω, ευσχημως, εγκοιλα, πλαξ, στελλω, Αττικωνικος, ολιγον, Αιγαιων, προσαναβαλλω, ευεργετικος, αυθαδεια, βελτιωσις, προαποφημι, Βρεντεσιον, μαμμια, παμπλειων, συμπροφητευω, τραγινος, Μασσαγεται, χορδευω, ογδοαιος, νεῳ, δεδαηκα, αθηρευτος, παραβλεπω, χα, μετοχη, πικρος, ποταμιαιος, ελαφρως, εβησομην, καταρρυηναι, μητιαω, εργαθε, επινυμφιδιος, μιλτειον, καταμενω, ηυγενειος, διαμπαξ, κηρυξ, εγκτημα, Σιπυλος, ανεπιμιξια, λελειψομαι, ανακεφαλαιοω, νυμφα, εξαναφερω, ολομερης, συγκαθευδω, ακολασταινω, αναματος, μολεω, οσιος |
|
|