|
Древнегреческий словарь
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πολύθηροςπολύθηρος
πολύ-θηρος
adj.=2 2
; 1) изобилующий дичью
ex. (νάπος Eur.)
; 2) увлеченный или вечно занятый охотой
ex. (Δικτυννα, т.е. Ἄρτεμις Eur.)
Случайная выборка слов
ιδμων, ανομοιος, καταρροος, ευκοσμον, νεοθνης, ομοιομορφος, επικυησις, προσεξεμεω, επιμελως, προσθροεω, κρεαδιον, τεκων, Μαλακη, ερωτογραφος, κρουστεον, ομφαλοεις, φιλαθλητης, τρωγλοδυων, Ιαονιος, υπεραλλος, απειθεω, διερρηθην, Πρινιστον, φθεγκτος, απριατην, ευντα, εισερχομαι, κυαμοφαγια, αντικατημαι, Σιγυνναι, οσα, ερωταω, μεριστος, δεξιοσειρος, κεραμιον, γειτνιασις, επικρηνειε, εγκαυσις, επισκιρταω, αποχειμαζει, περιαροω, αναρμενος, διμοιρον, χαρις, προσδεχομαι, ανειλλω, μοσχιον, Ιαων, φρυγανιστρια, συγκοινωνος, πεζευτικος, επιστενω, συσκεπτομαι, κωμωδικος, ακικυς, δισσακις, αλοφος, θητευω, εχινωδης, ονοσαι, εκπρεμνιζω, Πρασιαι, ισχνασια, στασω, επιφωνεω, εφυω, σαρδινος, προσκαταλλαττομαι, λεκτρονδε, ναιεσκον, οιγνυμι, παχυμερεια, ευπαροξυντος, Επιγονοι, θυμελη, επιμιγη, εξαφριζομαι |
|
|