Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

ὑπεράχθομαι

ὑπεράχθομαι
ὑπερ-άχθομαι
; 1) быть в полном отчаянии, тяжко скорбеть
           ex. (τῇ Μιλήτου ἁλώσει Her.)
; 2) быть в страшном негодовании
           ex. (τινι Soph.)

Случайная выборка слов

τῃ, ευστομως, ιπποσοας, κατελεκτο, καταχεω, ανοστητος, σπασις, τρυφητης, πρωτογονος, απεργαζομαι, προσπολεμοομαι, οψιαιτερον, ευστεφανος, πολυειδια, εμπλεκω, Ορεστεια, ελα, κακοτεχνεω, τεχθηναι, χωταν, συμμιγνυμι, Αχαις, ενεδρα, εποφθαλμιαω, εκκεντεω, περιβρᾰχιόνια, αιεναων, Ναζωραιος, καθεστηκα, ετεροτης, λεοντη, ναυσια, Θυριευς, Αναφλυστιος, ψαλληγενης, κεκαφηως, κυβερνητικη, Ελεατικος, Ησυχιος, αγησιλαος, επιχοριαμβικος, Καλαντιαι, αγροικος, συναναρριπτεω, διεκδυω, υλωδης, κληριον, απροσομιλος, φυτευτης, καταστοναχεω, ξυμβατηριος, αναστρωπη, θριδακινος, αυτοπαις, μιλτοπαρηος, γιγαντολετωρ, χαμαιζηλον, χρυσοστεφανος, τετραμετρον, παγχαλκεος, οξυβελης, υπερουριος, μυκτηριζω, τεκμωρ, αμυχη, φιλομαστος, κομιστηρ, ανομαλωσις, ανθηλιος, καταστοιχιζω, απυγος, τρεψις, επιταττω, καταρρυπαινω, τετραρχεω, ψυχοω, Στρατοπεδα


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог