Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

γλακτοφάγος

γλακτοφάγος
γλακτο-φάγος
adj.=2 2
питающийся молоком
           ex. (Ἄβιοι Hom.)

Случайная выборка слов

προνωπιον, Αποθεται, Αμμωνιακος, καθαγιαζω, μισαδελφον, υπερκαγχαζω, αριστοτοκεια, τετραγλώχις, χαλκουν, λεπτοχειλης, κλαις, αξοανος, κακοκνημος, χειμαρροος, φιλοπτολις, φθισηνωρ, ξανθος, κοσμογονια, τετυκοντο, επιδυσχεραινω, στρατηγιη, νιψα, καττυς, κρατεροφρων, εκθυμια, κυνι, °συλλυω, ονειροκριτης, δραπων, ιχθυβολος, καλοκαγαθικως, αδικοδοξια, ενημαι, Προδικος, ξυν, ιχθυοπωλιον, σκαπτω, συνδηλοω, υαλεος, Αβαι, πυρφοροι, ομογαλακτες, εκατερωθι, ολισθανω, βροτοφθορος, λοετρ, υμνοπολος, καρυα, Πυρηναια, βοτρυωδης, προδιεργαζομαι, νεοσσοτροφεω, Βιθυνια, Βατραχομυομαχια, ορρωδεω, Ναξιος, ισχανω, αμφηρης, επιμενω, λαλητικος, αεροφοιτις, χωσεται, συσχολαζω, αντικρυ, δυσπαραδεκτως, εδοκευμες, ακις, εγκαταταρασσω, οικτιστα, εγκρατεια, απαλλακτικος, σφιγγιον, αντιπρεσβευομαι, προεφιστημι, πανος, σποδευνης, υπεροπτικως


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог