Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

εὔοχθος

εὔοχθος
εὔ-οχθος
adj.=2 2
; 1) изобильный, плодородный
           ex. (γῆ Hom.)
; 2) обильный
           ex. (βορά Eur.)

Случайная выборка слов

τητινος, χαλκηρης, δηριω, προεθιζω, ευπτοητος, Μακυνα, λοχια, επιπνοος, μαινις, απαιρεω, εγχειρητικος, επαντλησις, αναμβατος, καταστρατοπεδευω, επιμαρτυρομαι, επισκηψις, επικοινοομαι, μεταμανθανω, στραπτω, εμβαθυνω, αιγοθηλας, εξευρημα, θανασιμος, αναβραζω, υπαγωγευς, Θεοπομπειος, πειραινω, παραμειγνυμι, διεξαισσω, επαργυρος, αρινος, συγκατευχομαι, οσσα, θωμαι, παππῳος, απροσβατος, ταχινος, Ιδαλιον, σιτηρεσιον, υπολισπος, ωοπ, χλιδανοσφυρος, Ερμινος, ανιαρως, βουπαις, δριμυτης, Φανοτευς, δακτυλιοθηκη, συνεργασια, αρχιερατικος, επικλυσις, περιπειρω, μελιταιον, θες, ιαχεω, Φλεγυαι, προσηῳον, ψαμμωδης, αιματινος, τριπλασιαζω, ολοιτροχος, εσβο, οπλα, ακαμαντολογχης, συμπαρολισθαινω, δολιχοδειρος, λαθροποδης, βασιλεια, ξυνεστιος, ενδοξως, απωσω, αρισταω, γογγυσμος, θρυγαναω, οιξω, τριχου, δυσεκπληκτος


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог