Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

ὔμμες

ὔμμες
ὔμμες эол. = ὑμεῖς.

Случайная выборка слов

ασυλαιος, κατασημαινω, κυπαρισσινος, αποσκληση, ταναντια, δοκανα, Αντηνοριδης, πορφυροστρωτος, βασιμος, δε, ευαφες, υποστροφη, καταγορασμος, πραυνσις, αποδιωκω, ρητορεια, νωλεμεως, εξεμεω, τριπιθηκινος, συνευωχεομαι, Κισσιαι, ψυχρως, εκταττω, Αχιλλειος, θηκαν, μαντευτικη, γυναικοφρων, κατθανον, καθεστηκα, Κυθερεια, προαπαγορευω, μιχεω, καρος, υπερδεινος, Ιχνουσσα, οκτωκαιδεκα, εσκηλα, προαπολαυω, Κινδυας, δυσοδοπαιπαλος, απομαστιγοω, Μελαμποδιδαι, Τυνδᾰρίδας, μογεω, Οινοπια, απονικαω, εξηρασμαι, κωλυσανεμας, παραρρυθμος, γαμεω, ευλαβης, αλς, καταφορος, ολιγοπραγμων, οψιμος, θριψ, εγκοπη, συνερτικος, ιοομαι, μετακαλεω, δικελλα, Λιλυβαιιτις, περισπαω, υπογυως, Κομηταμυνιας, Αισχριωνιη, Εσπεριτις, χυτρις, εκμετρεω, ξυνδιαιταομαι, αιδεσις, ευμενες, αναληπτεον, δικαστικη, απερεισιος, διαλεπτολογεομαι, ημιδακτυλιον


наши новости:




   
    древнегреческий словарь 2007-2011 ©LingvoKit
грузинско-русский словарь, персидско-русский словарь, болгарский язык, сантехника,
каталог